- ματαιόκομπος
- μᾰταιό-κομπος, ον,A idly boasting, Sch.Ar.Ach.589.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ματαιόκομπος — ματαιόκομπος, ον (Α) αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό κομπος, μελί κομπος)] … Dictionary of Greek
ματαιοκόμπου — ματαιόκομπος idly boasting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek